πολυκλήις
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
Greek (Liddell-Scott)
πολυκλήις: -ιδος, ἡ, (κλεὶς IV) ὁ ἔχων πολλὰ καθίσματα κωπηλατῶν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε μετὰ δοτ. ὡς ἐπιθ. πλοίων (πρβλ. πολύζυγος), νηὶ πολυκλήιδι Ἰλ. Η. 88, Ὀδ. Υ. 382· νηυσὶ πολυκλήισι Ἰλ. Β. 74. 175, κτλ.· οὕτω, νῆα πολυκλήιδα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 815. [ῑ ἁπανταχοῦ· ὅθεν ὁ Spohn de Extr. Od. Parte σ. 195 γράφει πολυκληίς, ῖδος, ἀλλ’ ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 359]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκληῑσι· πολυκαθέδροις, πολυζύγοις..., ἀπὸ τοῦ κλίνεσθαι ἐν αὐταῖς τοὺς ἐρέσσοντας».
Middle Liddell
πολυκλήις, ιδος, ἡ, κλείς IV]
with many benches of rowers, in dat., νηὶ πολυκλήιδι, νηυσὶ πολυκλήισι Hom.; acc. νῆα πολυκλήιδα Hes.