πολύζυγος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
πολύζυγον, (ζυγόν ΙΙΙ) many-benched, νηῦς Il.2.293, Maiist.9; φορτίς Opp.H.5.312.
German (Pape)
[Seite 662] mit vielen Ruderbänken, νηῦς, Il. 2, 293.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreux bancs de rameurs.
Étymologie: πολύς, ζυγόν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύζυγος -ον [πολύς, ζυγόν] met veel roeibanken.
Russian (Dvoretsky)
πολύζῠγος: снабженный многими скамьями (νηῦς Hom.).
English (Autenrieth)
(ζυγόν): with many rowers' benches, Il. 2.293†.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύζυγος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πολύζυγο
(γυμναστ.) όργανο της ενόργανης γυμναστικής αποτελούμενο από δύο κατακόρυφες παραστάδες ύψους τριών μέτρων που συνδέονται μεταξύ τους με είκοσι οριζόντιους ζυγούς, το οποίο χρησιμοποιείται για ασκήσεις τών κοιλιακών μυών και για υπερεκτάσεις
αρχ.
(για πλοίο) αυτός που έχει πολλά καθίσματα κωπηλατών («καὶ γὰρ τίς θ' ἕνα μῆνα μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο ἀσχαλάᾳ σὺν νηϊ πολυζύγῳ», Ομ.ίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ζυγόν / ζυγός (πρβλ. υψίζυγος)].
Greek Monotonic
πολύζῠγος: -ον (ζυγόν III), αυτός που έχει πολλά καθίσματα, νηῦς, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύζῠγος: -ον, (ζυγὸν ΙΙΙ) ὁ ἔχων πολλὰ καθίσματα, σὺν νηῒ πολυζύγῳ, «πολυκαθέδρῳ· ζυγὰ γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 293· πρβλ. πολυκλήις.