πολύζυγος

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύζῠγος Medium diacritics: πολύζυγος Low diacritics: πολύζυγος Capitals: ΠΟΛΥΖΥΓΟΣ
Transliteration A: polýzygos Transliteration B: polyzygos Transliteration C: polyzygos Beta Code: polu/zugos

English (LSJ)

πολύζυγον, (ζυγόν ΙΙΙ) many-benched, νηῦς Il.2.293, Maiist.9; φορτίς Opp.H.5.312.

German (Pape)

[Seite 662] mit vielen Ruderbänken, νηῦς, Il. 2, 293.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreux bancs de rameurs.
Étymologie: πολύς, ζυγόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύζυγος -ον [πολύς, ζυγόν] met veel roeibanken.

Russian (Dvoretsky)

πολύζῠγος: снабженный многими скамьями (νηῦς Hom.).

English (Autenrieth)

(ζυγόν): with many rowers' benches, Il. 2.293†.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύζυγος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πολύζυγο
(γυμναστ.) όργανο της ενόργανης γυμναστικής αποτελούμενο από δύο κατακόρυφες παραστάδες ύψους τριών μέτρων που συνδέονται μεταξύ τους με είκοσι οριζόντιους ζυγούς, το οποίο χρησιμοποιείται για ασκήσεις τών κοιλιακών μυών και για υπερεκτάσεις
αρχ.
(για πλοίο) αυτός που έχει πολλά καθίσματα κωπηλατών («καὶ γὰρ τίς θ' ἕνα μῆνα μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο ἀσχαλάᾳ σὺν νηϊ πολυζύγῳ», Ομ.ίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ζυγόν / ζυγός (πρβλ. υψίζυγος)].

Greek Monotonic

πολύζῠγος: -ον (ζυγόν III), αυτός που έχει πολλά καθίσματα, νηῦς, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύζῠγος: -ον, (ζυγὸν ΙΙΙ) ὁ ἔχων πολλὰ καθίσματα, σὺν νηῒ πολυζύγῳ, «πολυκαθέδρῳ· ζυγὰ γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 293· πρβλ. πολυκλήις.

Middle Liddell

πολύ-ζῠγος, ον, ζυγόν III]
many-benched, νηῦς Il.