πολυπόδιο
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
Greek Monolingual
το / πολυπόδιον, ΝΜΑ πολύπους, -οδός]
βοτ. κοσμοπολίτικό γένος πτεριδοφύτων της οικογένειας πολυποδιίδες