πολφουλκός
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
Greek Monolingual
ο, Ν
η πολφοβελόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολφός + -ουλκός (< -ελκός < ἕλκω), πρβλ. κοχλιουλκός].