πολφουλκός
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
ο, Ν
η πολφοβελόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολφός + -ουλκός (< -ελκός < ἕλκω), πρβλ. κοχλιουλκός].