πολύλλιτος

English (LSJ)

πολύλλιτον, = πολύλλιστος (sought with many prayers, much frequented by suppliants), Call. Ap. 80, Del. 316, Orph. H. 12.4.

German (Pape)

[Seite 665] = πολύλλιστος; Callim. Ap. 80 Del. 316; Man. 6, 741.

Greek (Liddell-Scott)

πολύλλῐτος: -ον, = πολύλλιστος, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 80, εἰς Δῆλ. 316, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. πολύλλιστος.