ποντικότρυπα

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η τρύπα που οδηγεί στη φωλιά του ποντικού.