ποταμόφιλος

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που ζει ή φύεται κοντά, δίπλα σε ποτάμι («ποταμόφιλο φυτό»).