ποτηράκι
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
το, Ν ποτήρι
υποκορ.
1. (συν. για οινοπνευματώδη ποτά) μικρό ποτήρι
2. το περιεχόμενο ενός μικρού ποτηριού («ήπιαμε τρία ποτηράκια ούζο»).