πουλάρι

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

το, Ν
ο πώλος, νεαρό άλογο, μουλάρι ή γαϊδούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωλάριον υποκορ. του αρχ. πῶλος. Για την τροπή του -ω- σε -ου-, πρβλ. κώδων: κουδούνι].