πούδρα

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

και πούντρα, η, Ν
καλλυντικό του προσώπου που έχει στερεά υφή σε πολύ λεπτό διαμερισμό, σε πολύ λεπτή σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. poudre < λατ. pulvis, -eris «σκόνη»].