ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal
-άω, Αακονίζω κάτι εκ τών προτέρων ή ακονίζω κάτι από μπροστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀκονῶ «ακονίζω»].