προακονώ

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
ακονίζω κάτι εκ τών προτέρων ή ακονίζω κάτι από μπροστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀκονῶ «ακονίζω»].