προαναγγελία
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek Monolingual
η, Ν
αναγγελία εκ τών προτέρων, προειδοποίηση («προαναγγελία θυελλωδών ανέμων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προαναγγέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].