προαπορώ

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
εγείρω προκαταρκτικές απορίες και δυσκολίες, αμφιβάλλω εκ τών προτέρων για κάτι και ερευνώ.