προαφορίζω

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek (Liddell-Scott)

προαφορίζω: ὁρίζω πρότερον, οὕτω προαφώριστο τῷδε τὸ κράτος Ἐφραίμιος Καισ. 826, 22.

Greek Monolingual

Μ
καθορίζω κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀφορίζω «ορίζω, καθορίζω»].