προβλέπομαι

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Russian (Dvoretsky)

προβλέπομαι: предусматривать, обеспечивать (κρεῖττόν τι περί - v. l. ὑπέρ - τινος NT).