προεκθερμαίνω
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
warm thoroughly before, Orib.Syn.1.27 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
προεκθερμαίνω: θερμαίνω ἐντελῶς πρότερον, Παῦλ. Αἰγ. 1. 51, ἐν τῷ παθ.
Greek Monolingual
Α
προθερμαίνω πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω εντελώς»].