προζύμη

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek (Liddell-Scott)

προζύμη: -ης, -ἡ, = ζύμη, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙ. 389C.

Greek Monolingual

ἡ, Μ ζύμη
το προζύμι, η μαγιά.