προζύμι

From LSJ

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source

Greek Monolingual

το / προζύμιον, ΝΜΑ
όξινο φύραμα αλεύρου το οποίο όταν αναμιγνύεται σε μάζα αλεύρου και νερού προκαλεί ζύμωση, η μαγιά
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε τέτοια μάζα
2. μτφ. η αρχή κάποιου πράγματος
αρχ.
αντιδραστήρια που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του προζύμη ή, κατ' άλλους, μεταπλασμένος τ. του προζύμη, κατά το γένος της λ. ψωμί].