προμάθεια

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμάθεια Medium diacritics: προμάθεια Low diacritics: προμάθεια Capitals: ΠΡΟΜΑΘΕΙΑ
Transliteration A: promátheia Transliteration B: promatheia Transliteration C: promatheia Beta Code: proma/qeia

English (LSJ)

προμαθεύς, προμαθής, Dor. for προμήθεια.

English (Slater)

προμᾱθεια foresight προμαθείας δ' ἀπόκεινται ῥοαί (i. e. ἄποθεν ἡμῶν κεῖνται Σ.) (N. 11.46) ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει (I. 1.40) ]λε προμάθεια Πα. 8A. 25.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. προμήθεια.