προξενικός
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Greek Monolingual
-ή, -ό / προξενικός, -ή, -όν, ΝΑ πρόξενος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόξενο ή στο προξενείο (α. «προξενική αρχή» — η αρχή του προξένου, το προξενείο
β. «προξενικό τέλος»)
νεοελλ.
φρ. «προξενική σύμβαση» — σύμβαση μεταξύ δύο κρατών με την οποία καθορίζονται ο αριθμός, οι προξενικές περιφέρειες και οι κατηγορίες τών προξενείων που υπάρχουν ή θα ιδρυθούν αμοιβαία σε καθεμιά από αυτές, καθώς και η έκταση της δικαιοδοσίας τών προξενικών αρχών.