προξενικός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
-ή, -ό / προξενικός, -ή, -όν, ΝΑ πρόξενος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόξενο ή στο προξενείο (α. «προξενική αρχή» — η αρχή του προξένου, το προξενείο
β. «προξενικό τέλος»)
νεοελλ.
φρ. «προξενική σύμβαση» — σύμβαση μεταξύ δύο κρατών με την οποία καθορίζονται ο αριθμός, οι προξενικές περιφέρειες και οι κατηγορίες τών προξενείων που υπάρχουν ή θα ιδρυθούν αμοιβαία σε καθεμιά από αυτές, καθώς και η έκταση της δικαιοδοσίας τών προξενικών αρχών.