προπαίδευση

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source

Greek Monolingual

η / προπαίδευσις, -εύσεως, ΝΜΑ
προπαιδεύω
η προπαρασκευαστική παίδευση, η προπαιδεία.