Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
Αεπίρρ. με περισπωμένη στην παραλήγουσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προπερισπώμενος, μτχ. μέσ. ενεστ. του προπερισπῶ].