προπηλάκιση
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
Greek Monolingual
η / προπηλάκισις, -ίσεως, ΝΑ προπηλακίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προπηλακίζω, υβριστική συμπεριφορά, διασυρμός, εξύβριση, εξευτελισμός.