προσήλωση
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Greek Monolingual
η / προσήλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ προσηλῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσηλώνω, στερέωση με ήλους, με καρφιά, κάρφωμα
νεοελλ.-μσν.
το να στρέφει κανείς το βλέμμα, την προσοχή, τη σκέψη, τα ενδιαφέροντά του σταθερά σε κάτι, αφοσίωση (α. «προσήλωση στις δημοκρατικές διαδικασίες» β. «ἐπὶ τὰ φαυλότερα προσήλωσις», Λεόντ.)
μσν.-αρχ.
σταύρωση.