προσανακλίνομαι
From LSJ
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
German (Pape)
[Seite 749] (s. κλίνω), sich woran lehnen od. stützen, Sp.
French (Bailly abrégé)
s'appuyer ou être appuyé contre ; en parl. d'une ville être appuyé contre (une montagne) τινι.
Étymologie: πρός, ἀνακλίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσανακλίνομαι: [ῑ], Παθ., ἀνακλίνομαι, ἀκκουμβῶ ἐπάνω εἴς τι, τινὶ Διόδ. 17. 41, Παυσ. 10. 36, 6· ἐπὶ πόλεως, τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη Στράβ. 649.
Russian (Dvoretsky)
προσανακλίνομαι: (λῑ) прислоняться, опираться (τινι Diod.).