Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσβλητικός

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332

German (Pape)

[Seite 754] ή, όν, hinzuwerfend, -setzend, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΑ προσβλητός
νεοελλ.
αυτός που προσβάλλει, που θίγει κάποιον («προσβλητικά λόγια»)
αρχ.
αυτός που ρίχνει κάτι σε κάποιον.
επίρρ...
προσβλητικώς και προσβλητικά Ν
με προσβλητικό τρόπο.