προσδιοριστικός

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσδιοριστικός, -ή, -όν, Ν Μ προσδιορίζω
αυτός που προσδιορίζει, ο κατάλληλος για προσδιορισμό.