προσδιοριστικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό / προσδιοριστικός, -ή, -όν, Ν Μ προσδιορίζω
αυτός που προσδιορίζει, ο κατάλληλος για προσδιορισμό.
-ή, -ό / προσδιοριστικός, -ή, -όν, Ν Μ προσδιορίζω
αυτός που προσδιορίζει, ο κατάλληλος για προσδιορισμό.