προσεκθέρω
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
German (Pape)
[Seite 758] s. προσεκθρώσκω.
Russian (Dvoretsky)
προσεκθέρω: нагревать (πέτρᾳ τινι Plut.).
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
[Seite 758] s. προσεκθρώσκω.
προσεκθέρω: нагревать (πέτρᾳ τινι Plut.).