προσεπιδιδάσκω

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

German (Pape)

[Seite 761] (s. διδάσκω), noch dazu belehren, Clem. Al. strom. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιδῐδάσκω: διδάσκω προσέτι, Κλήμ. Ἀλ. 825.

Greek Monolingual

Α ἐπιδιδάσκω
διδάσκω επιπροσθέτως.