ἐπιδιδάσκω
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
teach besides, X.Cyr.1.3.17, Oec.10.10, Sammelb. 5656.10 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 938] (s. διδάσκω), noch dazu belehren, Xen. Cyr. 1, 3, 17 Oec. 10, 10.
French (Bailly abrégé)
enseigner en outre.
Étymologie: ἐπί, διδάσκω.
Greek Monolingual
ἐπιδιδάσκω (Α)
διδάσκω επί πλέον.
Greek Monotonic
ἐπιδῐδάσκω: μέλ. -ξω, διδάσκω συμπληρωματικά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιδάσκω: (также или сверх того) обучать, научать (τινά Xen.).