προσεταιρισμός

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
το να παίρνει κανείς κάποιον με το μέρος του, να εξασφαλίζει την εύνοια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσεταιρίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αἰών].