προσεταιρίζομαι

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεταιρίζομαι Medium diacritics: προσεταιρίζομαι Low diacritics: προσεταιρίζομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΤΑΙΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prosetairízomai Transliteration B: prosetairizomai Transliteration C: prosetairizomai Beta Code: prosetairi/zomai

English (LSJ)

Med. with pf. Pass., also plpf.
A προσηταίριστο D.C.58.4:—take to oneself as a friend, associate with oneself, τινα Hdt. 3.70, Plu.Cat.Mi.4; τινὰ κατά τινος Luc.Pisc.18; in bad sense, π. ἐς πανδοχεῖον Ps.-Luc.Philopatr.9; take into partnership, secure the approval of, τὸν δῆμον Hdt.5.66; τὰ πλήθη Porph.Abst.2.40.
II Pass., associate oneself with another, τινι Pl.Ax.369b.

French (Bailly abrégé)

prendre pour compagnon, acc..
Étymologie: πρός, ἑταιρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεταιρίζομαι [πρός, ἑταῖρος] zich associëren met, met acc.:; ὁ Κλεισθένης τὸν δῆμον προσεταιρίζεται Cleisthenes zocht de gunst van het volk Hdt. 5.66.2; Ἀντίπατρον... π. zich associëren met Antipater Plut. CMi 4.2; προσεταιρίζεται καθ’ ἡμῶν... τὴν Ἀλήθειαν hij maakt tegen ons gemene zaak met Aletheia (‘Waarheid') Luc. 28.18; ongunstig zich prostitueren:. προσηταιρίζετο ἐς πανδοχεῖον; prostitueerde zij zich in een kroeg? [Luc.] 82.9.

Russian (Dvoretsky)

προσεταιρίζομαι: брать в товарищи или в спутники (τινα Her., Plut., Luc.): προσεταιριζόμενος τούτῳ Plat. подружившись с ним.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και προσεταιροῦμαι, -έομαι, Α ἑταιρίζω, -ομαι]
εξασφαλίζω την ευνοϊκή στάση κάποιου απέναντι μου, παίρνω κάποιον με το μέρος μου (α. «προσεταιρίστηκε τους πιο φανατικούς», β. «... ὁ Κλεισθένης τὸν δῆμον προσεταιρίζεται», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κάνω κάποιον εταίρο, σύντροφο, φίλο (α. «ἔδοξέ σφι ἕκαστον ἄνδρα Περσέων προσεταιρίσασθαι τοῦτον», Ηρόδ.)
2. συνεταιρίζομαι με κάποιον («ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ», Πλάτ.)
3. κάνω ύποπτες παρέες, έχω επιλήψιμες συναντήσεις («προσηταιρίζετο ἐς πανδοχεῖον», Λουκ.).

Greek Monotonic

προσεταιρίζομαι: Μέσ., λαμβάνω κάποιον ως φίλο μου, συσχετίζομαι με κάποιον, τινα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσεταιρίζομαι: Μέσ. μετὰ παθ. πρκμ. (πρβλ. Δίωνα Κ. 58. 4)· ― λαμβάνω πρὸς ἐμαυτὸν ὡς φίλον, ἐκλέγω ὡς φίλον μου ἢ σύντροφον, λαμβάνω σύντροφον, τινα Ἡρόδ. 3. 70., 5. 66, Πλούτ., Λουκ., κτλ.· ἐπὶ κακῆς σημασίας, πρ. ἐς πανδοχεῖον Λουκ. Φιλόπατρ. 9. ΙΙ. Παθ., συνεταιρίζομαι μετά τινος, τινι Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Β.

Middle Liddell

Mid. to take to oneself as a friend, associate with oneself, τινα Hdt.

Mantoulidis Etymological

(=παίρνω σάν φίλο μου κάποιον). Ἀπό τό πρός + ἑταιρίζομαι πού παράγεται ἀπό τό ἑταῖρος (=φίλος), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.