προσεταιρίζομαι
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
Med. with pf. Pass., also plpf.
A προσηταίριστο D.C.58.4:—take to oneself as a friend, associate with oneself, τινα Hdt. 3.70, Plu.Cat.Mi.4; τινὰ κατά τινος Luc.Pisc.18; in bad sense, π. ἐς πανδοχεῖον Ps.-Luc.Philopatr.9; take into partnership, secure the approval of, τὸν δῆμον Hdt.5.66; τὰ πλήθη Porph.Abst.2.40.
II Pass., associate oneself with another, τινι Pl.Ax.369b.
French (Bailly abrégé)
prendre pour compagnon, acc..
Étymologie: πρός, ἑταιρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσεταιρίζομαι [πρός, ἑταῖρος] zich associëren met, met acc.:; ὁ Κλεισθένης τὸν δῆμον προσεταιρίζεται Cleisthenes zocht de gunst van het volk Hdt. 5.66.2; Ἀντίπατρον... π. zich associëren met Antipater Plut. CMi 4.2; προσεταιρίζεται καθ’ ἡμῶν... τὴν Ἀλήθειαν hij maakt tegen ons gemene zaak met Aletheia (‘Waarheid') Luc. 28.18; ongunstig zich prostitueren:. προσηταιρίζετο ἐς πανδοχεῖον; prostitueerde zij zich in een kroeg? [Luc.] 82.9.
Russian (Dvoretsky)
προσεταιρίζομαι: брать в товарищи или в спутники (τινα Her., Plut., Luc.): προσεταιριζόμενος τούτῳ Plat. подружившись с ним.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και προσεταιροῦμαι, -έομαι, Α ἑταιρίζω, -ομαι]
εξασφαλίζω την ευνοϊκή στάση κάποιου απέναντι μου, παίρνω κάποιον με το μέρος μου (α. «προσεταιρίστηκε τους πιο φανατικούς», β. «... ὁ Κλεισθένης τὸν δῆμον προσεταιρίζεται», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κάνω κάποιον εταίρο, σύντροφο, φίλο (α. «ἔδοξέ σφι ἕκαστον ἄνδρα Περσέων προσεταιρίσασθαι τοῦτον», Ηρόδ.)
2. συνεταιρίζομαι με κάποιον («ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ», Πλάτ.)
3. κάνω ύποπτες παρέες, έχω επιλήψιμες συναντήσεις («προσηταιρίζετο ἐς πανδοχεῖον», Λουκ.).
Greek Monotonic
προσεταιρίζομαι: Μέσ., λαμβάνω κάποιον ως φίλο μου, συσχετίζομαι με κάποιον, τινα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προσεταιρίζομαι: Μέσ. μετὰ παθ. πρκμ. (πρβλ. Δίωνα Κ. 58. 4)· ― λαμβάνω πρὸς ἐμαυτὸν ὡς φίλον, ἐκλέγω ὡς φίλον μου ἢ σύντροφον, λαμβάνω σύντροφον, τινα Ἡρόδ. 3. 70., 5. 66, Πλούτ., Λουκ., κτλ.· ἐπὶ κακῆς σημασίας, πρ. ἐς πανδοχεῖον Λουκ. Φιλόπατρ. 9. ΙΙ. Παθ., συνεταιρίζομαι μετά τινος, τινι Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Β.
Middle Liddell
Mid. to take to oneself as a friend, associate with oneself, τινα Hdt.
Mantoulidis Etymological
(=παίρνω σάν φίλο μου κάποιον). Ἀπό τό πρός + ἑταιρίζομαι πού παράγεται ἀπό τό ἑταῖρος (=φίλος), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.