προσράπτω
English (LSJ)
poet. impf. ποτιρράπτεσκον prob. in Eratosth.9:—stitch or sew on, τι πρός τι Hp.Art.62; τί τινι Sor.Fasc.42, D.L.6.91:—Pass., Hp.Cord.4, J.AJ3.7.5, Sor.Fasc.41; τρίβωνες προσερραμμένοι patched.., Plu.Ages.30.
German (Pape)
[Seite 779] darauflicken, annähen, ansetzen; Plut. Agesil. 30; D. C. 72, 7.
French (Bailly abrégé)
coudre à : τί τινι une ch. à une autre.
Étymologie: πρός, ῥάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ράπτω vastnaaien:. τὰ ὀθόνια de bandages vastnaaien Hp. Art. 62; τρίβων προσερραμμένος opgelapte jas Plut. Ages. 30.4.
Russian (Dvoretsky)
προσράπτω: пришивать (τί τινι Diog. L.): τρίβωνες προσερραμμένοι Plut. заплатанные плащи.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προσράπτω: μέλ. -ψω, ράβω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, Παθ. μτχ. παρακ., τρίβωνες προσερραμμένοι, μπαλωμένα πανωφόρια, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσράπτω: μέλλ. -ψω, ἐπιρράπτω, τι πρός τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· τί τινι Διογ. Λ. 6. 91· τρίβωνες προσερραμμένοι, «ἐμβαλωμένοι», Πλουτ. Ἀγησ. 30.
Middle Liddell
fut. ψω
to stitch on: Pass., perf. part. τρίβωνες προσερραμμένοι patched coats, Plut.