προστυχάνθρωπος

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
πρόστυχος άνθρωπος, προστυχόμουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + άνθρωπος].