ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
το / προσφύγιον ΝΜΑ πρόσφυξ, -υγος]ο τόπος ή το πρόσωπο όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια και σωτηρία.