προσφύγι

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source

Greek Monolingual

το / προσφύγιον ΝΜΑ πρόσφυξ, -υγος]
ο τόπος ή το πρόσωπο όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια και σωτηρία.