προσωπολήμπτης
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
Russian (Dvoretsky)
προσωπολήμπτης: v. l. = προσωπολήπτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσωπολήμπτης -ου, ὁ [πρόσωπον, λαμβάνω] partijdig.
Chinese
原文音譯:proswpol»pthj 普羅士-哦坡-累普帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-意圖-得(者)
字義溯源:以貌取人,偏待人;由(πρόσωπον)=面前)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成,其中 (πρόσωπον)又由(πρός)=向著)與(ὠφέλιμος)X=容貌)組成,而 (πρός)出自(πρό)*=前), (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 偏待人(1) 徒10:34