προτετύχθαι

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

French (Bailly abrégé)

inf. pf. Pass. de προτεύχω.

Russian (Dvoretsky)

προτετύχθαι: эп. inf. pf. pass. к προτεύχω.