προτιμότερος

From LSJ

Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir

Menander, Monostichoi, 126

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που προτιμάται περισσότερο, αυτός που είναι περισσότερο άξιος αποδοχής
2. (το ουδ. ως επίρρ.) προτιμότερο
καλύτερα («είναι προτιμότερο να φύγω αυτή τη στιγμή»).
επίρρ...
προτιμότερα Ν
κατά τρόπο προτιμότερο, καλύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρότιμος + κατάλ. -(ό)τερος του συγκριτ. βαθμού].