προὐξένησε
From LSJ
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
Greek (Liddell-Scott)
προὐξένησε: προὐξεπίσταμαι, προὐξεργάζομαι, προὐξερευνάω, προὐξεφίεμαι, κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προεξ.-
Greek Monotonic
προὐξένησε: προὐξεπίσταμαι, προὐξερευνάω και -ήτης, προὐξεφίεμαι, συνηρ. αντί προ-εξ-.