πρωτεϊνούχος
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
αυτός που περιέχει πρωτεΐνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεΐνη + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].