πρωτόγεννος

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
πρωτογεννῶ
1. αυτός που γεννά για πρώτη φορά
2. το θηλ. ως ουσ. η πρωτόγεννη
θηλυκό θηλαστικό που γεννάει για πρώτη φορά.