πρωτόγεννος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
πρωτογεννῶ
1. αυτός που γεννά για πρώτη φορά
2. το θηλ. ως ουσ. η πρωτόγεννη
θηλυκό θηλαστικό που γεννάει για πρώτη φορά.