πρωτόγεννος

From LSJ

Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
πρωτογεννῶ
1. αυτός που γεννά για πρώτη φορά
2. το θηλ. ως ουσ. η πρωτόγεννη
θηλυκό θηλαστικό που γεννάει για πρώτη φορά.