πτεροφυώ

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source

Greek Monolingual

πτεροφυῶ, -έω, ΝΜΑ πτεροφυής
βγάζω φτερά, σχηματίζω φτέρωμα.