πτυκτίον
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
German (Pape)
[Seite 811] τό, zusammengefaltetes Buch, VLL. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πτυκτίον: τό, ὑποκορ. τοῦ πτύξ, πτυκτὸν βιβλίον, συμπτυσσόμενον δελτίον, γραμματεῖον τῶν ἐπτυγμένων, Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ πτυκτός
βιβλίο που διπλώνεται, σε αντιδιαστολή με τον πάπυρο, που τυλίγεται.