πτυχίο

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

το / πτυχίον, ΝΜΑ
νεοελλ.
πιστοποιητικό ανώτατης σχολής που χορηγείται σε όποιον ολοκλήρωσε με επιτυχία τις σπουδές του
μσν.-αρχ.
διπλωμένο βιβλίο, πτύχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύχιον, με καταβιβασμό του τόνου].