πτυχίο

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

το / πτυχίον, ΝΜΑ
νεοελλ.
πιστοποιητικό ανώτατης σχολής που χορηγείται σε όποιον ολοκλήρωσε με επιτυχία τις σπουδές του
μσν.-αρχ.
διπλωμένο βιβλίο, πτύχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύχιον, με καταβιβασμό του τόνου].