πυκνογαμία

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

ἡ, Α
το να παντρεύεται κανείς συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -γαμία (< -γάμος < γάμος), πρβλ. πολυγαμία].