πυκνοδεντριά

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

και πυκνοδενδριά, η / πυκνοδενδρία, ΝΜ
τόπος πυκνά καλυμμένος από δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + δέντρο(ν) + κατάλ. -ιά].